- γδάρτης
- ο1) живодёр; 2) перен. шкуродёр, обирала (тж. о ростовщике)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γδάρτης — ο 1. αυτός που γδέρνει τα σφάγια, εκδορεύς 2. αυτός που γδέρνει τους πελάτες του ή όσους δανείζονται απ αυτόν, αισχροκερδής, τοκογλύφος 3. παροιμ. «Μάρτης γδάρτης, κακός παλουκοκάφτης» για το υπερβολικό του κρύο μερικές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
γδάρτης — ο 1. αυτός που αφαιρεί το δέρμα από σφαγμένα ζώα. 2. μτφ., αυτός που εξαντλεί οικονομικά κάποιον. 3. παροιμ. φρ., «Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάρτιος — Ο τρίτος μήνας του έτους, με 31 ημέρες, στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Μ. αποτελούσε τον πρώτο μήνα του έτους και ήταν αφιερωμένος στον θεό Άρη, από το λατινικό όνομα του οποίου (Mars) απέκτησε ο… … Dictionary of Greek
εκδορέας — ο αυτός που γδέρνει τα σφαχτά, ο γδάρτης … Dictionary of Greek
παλουκοκαύτης — ο (για τον μήνα Μάρτιο) αυτός που, λόγω τού ξαφνικού κρύου, αναγκάζει τον κόσμο να καίει ακόμη και τα παλούκια επειδή έχουν εξαντληθεί κατά τον χειμώνα τα αποθέματα καυσίμων («Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλούκι +… … Dictionary of Greek
περισκυθιστής — ὁ, Α [περισκυθίζω] 1. βασανιστής που αφαιρούσε το τριχωτό μέρος τού δέρματος τής κεφαλής, γδάρτης 2. γιατρός που εκτελούσε την εγχείρηση τής αφαίρεσης τού τριχωτού μέρους τού δέρματος τής κεφαλής … Dictionary of Greek
προβατοδόρας — ὁ, Α 1. ο γδάρτης προβάτων 2. άλλη ονομασία για τον μήνα τού ιωνικού ημερολογίου Ληναιών, που ήταν αντίστοιχος τού αττικού Γαμηλιώνος και κατά τον οποίο τελούσαν τα Λήναια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + δόρας / δόρος (< δορός / δορά < δέρω… … Dictionary of Greek
εκδορέας — ο ειδικός εργάτης για την αφαίρεση του δέρματος (την εκδορά) των σφαγίων, γδάρτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλουκοκαύτης — ο αυτός που καίει τα παλούκια· λέγεται για το μήνα Μάρτη που με τα ξαφνικά κρύα του αναγκάζει τους αγρότες να κάψουν και τα παλούκια ακόμη από τους φράχτες τους: Μάρτης, γδάρτης και παλουκοκαύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)